αστράκι

αστράκι
Κοινή ονομασία φυτών με πλούσια ανθοφορία, στον τύπο της μαργαρίτας, των γενών αστήρ και καλλίστεφος, της οικογένειας των συνθέτων. Το όνομα α. οφείλεται στο γεγονός ότι το άνθος τους μοιάζει με άστρο. Μεταξύ των τριών αυτοφυών της ελληνικής χλωρίδας, ο αστήρ ο άλπειος απαντάται στην αλπική ζώνη των βουνών της βόρειας Ελλάδας. Έχει μονήρη άνθη, επάκρια κεφάλια, παρόμοια με μεγάλες μαργαρίτες και χρώμα βιολετί ή μπλε με εσωτερικό δίσκο κιτρινόχρυσο ή πορτοκαλί. Τα είδη τα οποία καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς είναι πολυάριθμα, αλλά ο αστήρ ο άμελλος (είδος ευρασιατικό), o αστήρ ο νεοβελγικός και ο αστήρ της Νέας Αγγλίας (είδη της Βόρειας Αμερικής) είναι οι πιο διαδεδομένοι. Ο πρώτος ανθίζει το καλοκαίρι, οι δύο άλλοι το φθινόπωρο και συναγωνίζονται σε ανθοφορία τα χρυσάνθεμα. Είναι θαμνόμορφοι, φτάνουν σε ύψος τα 2 μ., έχουν άφθονους βλαστούς, φύλλα λογχοειδή, προμήκη, ακέραια και πλήθος κεφάλια με διάμετρο περίπου 2 εκ., με γλωσσοειδή ανθίδια, λευκά, βιολετί, μπλε ή ροζ. Είναι πολυετείς, αλλά τον χειμώνα το υπέργειο τμήμα ξηραίνεται και ξαναδίνουν βλαστούς τα ριζώματα το επόμενο καλοκαίρι. Ευδοκιμούν σε όλα τα εδάφη. Προτιμούν υγρές, προσήλιες θέσεις. Πολλαπλασιάζονται με σπόρο, αλλά κυρίως με διαχωρισμό της τούφας την άνοιξη.
* * *
το
1. μικρό άστρο
2. καλλωπιστικό φυτό («αστήρ ο σινικός»)
3. είδος ζυμαρικού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”